παραμελέω

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰμελέω Medium diacritics: παραμελέω Low diacritics: παραμελέω Capitals: ΠΑΡΑΜΕΛΕΩ
Transliteration A: parameléō Transliteration B: parameleō Transliteration C: parameleo Beta Code: paramele/w

English (LSJ)

   A disregard, pay no heed to, τινων Gorg.Pal.20, Th.1.25 ; τοῦ πράγματος Lys.9.1 ; τῆς μητρός X.Mem.2.2.14, etc. : abs., παρημελήκεε he recked little, Hdt. 1.85 ; παραμελοῦντες being negligent, Pl.R. 555d ; neglect a duty, τῆς χορηγίας Mitteis Chr.96 iii 4 (iv A.D.) :— Pass., to be slighted or abandoned, θεοῖς by the gods, A. Th.702 ; ὑπό τινων Pl.R.620c : abs., A.Eu.300 ; ἀνὴρ . . οὐ τῶν παρημελημένων ἐν ἱστορίᾳ no mean historian, Plu.2.862b.

German (Pape)

[Seite 489] vernachlässigen; absolut, Her. 1, 85, παρημελήκει, er machte sich Nichts daraus; τινός, Thuc. 1, 25; τῆς μητρός, Xen. Mem. 2, 2, 14; Folgde. – Pass., Aesch. θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, Spt. 684, vgl. Eum. 290; παρημελημένον βίον ὑπὸ τῶν ἄλλων, Plat. Rep. X, 620 c; Arist. eth. 10, 4 u. Sp., wie Plut., καταβάλλων ἑαυτὸν ὥς τινα τῶν παρημελημένων, Caes. 38.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμελέω: ὡς καὶ νῦν, μετὰ γενικ., τοῦ μὲν πράγματος παρημελήκασι, τὸν δὲ τρόπον μου ἐπεχείρησαν διαβάλλειν Θουκ. 1. 25, Λυσ. 114. 20 εἴ τι παρημέληκα τῆς μητρὸς Ξεν. Ἀποσπ. 2. 2, 14, κτλ.· ἀπολ., παρημελήκεε Ἡρόδ. 1. 85· παραμελοῦντες Πλάτ. Πολ. 555D· - Παθ., παραμελοῦμαι ἢ ἐγκαταλείπομαι, θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 702, πρβλ. Εὐμ. 300, Πλάτ. Πολ. 620C· ἀνὴρ ... οὐ τῶν παρημελημένων, οὐχὶ ἐκ τῶν καταφρονουμένων, τῶν ἀσημάντων, Πλούτ. 2. 862Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
laisser de côté, faire peu de cas de, négliger : τινος faire peu de cas de qqn ou de qch ; Pass. être négligé, abandonné.
Étymologie: παρά, μέλω.

Greek Monotonic

παρᾰμελέω: μέλ. -ήσω, αφήνω να περάσει και αψηφώ, είμαι αδιάφορος, τινός, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., παρημελήκεε, παρέκκλινε λίγο, σε Ηρόδ.· παραμελοῦντες, είναι απρόσεκτοι, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκαταλελειμένος, σε Αισχύλ.