περιδινής
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ές,
A circular, κύρτος AP6.23.
German (Pape)
[Seite 573] ές, im Kreise herumgedreht, κύρτος, Ep. ad. 128 (VI, 23).
Greek (Liddell-Scott)
περιδῑνής: -ές, ὁ περιδινούμενος, κυκλοτερής, περιδινὴς κύρτος Ἀνθ. Π. 6. 23.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tournoyant.
Étymologie: περιδινέω.
Greek Monolingual
-ές, Α
κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευ-δινής].
Greek Monotonic
περιδῑνής: -ές, αυτός που περιστρέφεται ολόγυρα, σε Ανθ.