περιρραγής

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρᾰγής Medium diacritics: περιρραγής Low diacritics: περιρραγής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: perirragḗs Transliteration B: perirragēs Transliteration C: perirragis Beta Code: perirragh/s

English (LSJ)

ές,

   A torn or broken round about, AP7.542 (Stat. Flacc.).

Greek (Liddell-Scott)

περιρρᾰγής: -ές, διερρωγὼς πανταχόθεν, Ἀνθ. Π. 7. 542· περιρραγὴς τὰ χείλη, ἔχων τὰ χείλη πολὺ διεστηκότα, Κλήμ. Ἀλ. 186.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 brisé tout autour;
2 largement fendu ou écarté.
Étymologie: περιρρήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει σπάσει από παντού, ο σπασμένος γύρω γύρω, ο ολόγυρα ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρραγής (< θ. ραγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β' -ρράγ-ην), πρβλ. ανα-ρραγής].

Greek Monotonic

περιρρᾰγής: -ές, σχισμένος ή σπασμένος παντού γύρω γύρω, σε Ανθ.