πορνοβοσκός

From LSJ
Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνοβοσκός Medium diacritics: πορνοβοσκός Low diacritics: πορνοβοσκός Capitals: ΠΟΡΝΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: pornoboskós Transliteration B: pornoboskos Transliteration C: pornovoskos Beta Code: pornobosko/s

English (LSJ)

ὁ,

   A brothel-keeper, Myrtil. 4, Aeschin.3.246, D.59.30, Arist.EN1121b33: title of plays by Eubulus, Anaxilas, and Posidippus, and mime by Herodas.

German (Pape)

[Seite 684] Huren haltend, subst. der Hurenwirth; ὑπὸ πορνοβοσκῷ εἶναι, Dem. 59, 30; Aesch. 1, 188; Ath. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πορνοβοσκός: ὁ, ὁ διατηρῶν πόρνας, ὁ διευθύνων πορνεῖον, Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1, Αἰσχίν. 89. 4, Δημ. 1354. 22, κτλ. ― ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Εὐβούλου.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui tient une maison de prostitution.
Étymologie: πόρνη, βόσκω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
μαστροπός, προαγωγός
αρχ.
ως κύριο όν. Πορνοβοσκός
τίτλος κωμωδιών του Ευβούλου, του Αναξίλα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + βοσκός.

Greek Monotonic

πορνοβοσκός: ὁ, αυτός που διατηρεί οίκο ανοχής, σε Αισχίν., Δημ.