συκοφάντρια
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
ἡ, fem. of συκοφάντης, Ar.Pl.970, PMasp.97 ii 39 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, fem. zu συκοφάντης, Ar. Plut. 970.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Πλ. 970.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. de συκοφάντης.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.
Greek Monotonic
σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. του συκοφάντης, σε Αριστοφ.