συγκτίζω

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκτίζω Medium diacritics: συγκτίζω Low diacritics: συγκτίζω Capitals: ΣΥΓΚΤΙΖΩ
Transliteration A: synktízō Transliteration B: synktizō Transliteration C: sygktizo Beta Code: sugkti/zw

English (LSJ)

   A join with another in founding or colonizing, σ. Βάττῳ Κυρήνην Hdt.4.156, cf. Th.7.57; τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα CIG 2771 i6 (Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), Jahresh.28.57 (ibid.).    2 αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι well cultivated, Str.4.6.9.    II Pass., to be created along with, μετὰ . . LXX Si.1.14.

German (Pape)

[Seite 970] mit erbauen, gründen, z. B. eine Colonie, τινί, Her. 4, 156; Thuc. 7, 57; mit schaffen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

συγκτίζω: μέλλ. -ίσω· πρκμ. -έκτικα· βοηθῶ τινα ἢ συνεργῶ μετά τινος εἰς κτίσιν πόλεως, ἢ ἵδρυσιν ἀποικίας, συγκτίζουσι Βάττῳ Κυρρήνην Ἡρόδ. 4. 156, πρβλ. Θουκ. 7. 57· τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 1. 6, πρβλ. 2814. 2) αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι, καλῶς κεκαλλιεργημένοι, Στράβ. 206. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συνεργῶ εἰς τὴν δημιουργίαν. ― Παθ., δημιουργοῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ Α΄, 14).

French (Bailly abrégé)

pf. συνέκτικα, Pass. pf. συνέκτισμαι;
fonder avec ; coloniser avec.
Étymologie: σύν, κτίζω.

Greek Monolingual

Α κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω από κοινού με άλλον πόλη ή αποικία
2. (γενικά) κτίζω, ιδρύωχωρίον συνέκτισε Γάβα καλούμενον», Ιώσ.)
3. παθ. συγκτίζομαι
α) δημιουργούμαι μαζί με άλλον
β) καλλιεργούμαι («χωρία καλῶς γεωργεῑσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι», Στράβ.).

Greek Monolingual

Α κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω από κοινού με άλλον πόλη ή αποικία
2. (γενικά) κτίζω, ιδρύωχωρίον συνέκτισε Γάβα καλούμενον», Ιώσ.)
3. παθ. συγκτίζομαι
α) δημιουργούμαι μαζί με άλλον
β) καλλιεργούμαι («χωρία καλῶς γεωργεῑσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι», Στράβ.).

Greek Monotonic

συγκτίζω: μέλ. -ίσω, παρακ. -έκτῐκα·
I. μετέχω από κοινού στην ίδρυση ή τον αποικισμό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. Παθ., μτχ. παρακ., συνεκτισμένος, αυτός που έχει αναπτυχθεί καλά.