ὑψηλόκρημνος

From LSJ
Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλόκρημνος Medium diacritics: ὑψηλόκρημνος Low diacritics: υψηλόκρημνος Capitals: ΥΨΗΛΟΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsēlókrēmnos Transliteration B: hypsēlokrēmnos Transliteration C: ypsilokrimnos Beta Code: u(yhlo/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ-κρημνος)].

Greek Monotonic

ὑψηλόκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.