ὑποτρομέω

From LSJ
Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρομέω Medium diacritics: ὑποτρομέω Low diacritics: υποτρομέω Capitals: ΥΠΟΤΡΟΜΕΩ
Transliteration A: hypotroméō Transliteration B: hypotromeō Transliteration C: ypotromeo Beta Code: u(potrome/w

English (LSJ)

   A = ὑποτρέμω, tremble under, τρομέει δ' ὑπὸ γυῖα Il.10.95.    II c. acc., tremble before any one, μιν . . ὑποτρομέεσκον ὁρῶντες 20.28: withoutacc., ὑποτρομέουσιν ἅπαντες 22.241.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρομέω: ὑποτρέμω, τρομέει δ’ ὑπὸ γυῖα Ἰλ. Κ. 95· ὑποτρομέουσιν ἅπαντες Χ. 241. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τρέμω ἐνώπιόν τινος, Υ. 28· μετὰ δοτ., Γρηγ. Ναζ. 21. 10., 34. 2., 27. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
trembler un peu : τινα IL devant qqn.
Étymologie: ὑπότρομος.

English (Autenrieth)

ipf. iter. ὑποτρομέεσκον: tremble before.

Greek Monotonic

ὑποτρομέω: = ὑποτρέμω, τρέμω κάτω από κάποιον, λέγεται για τα μέλη, σκέλη ενός άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρομέω: немного дрожать Hom.: ὑ. τινα Hom. в страхе бежать от кого-л.