κάλλιον

From LSJ
Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιον Medium diacritics: κάλλιον Low diacritics: κάλλιον Capitals: ΚΑΛΛΙΟΝ
Transliteration A: kállion Transliteration B: kallion Transliteration C: kallion Beta Code: ka/llion

English (LSJ)

(A), neut. of καλλίων, used as Adv., v. sub καλός c.
κάλλιον (B), τό, precinct used as a Court at Athens, AB269, cf. Androt. ap. Poll.8.121 (Κάλλειον, fr. καλλίας, Phot.); at Cyzicus, apptly. a

   A board or bench of magistrates, ἄρχων τοῦ κ. IGRom.4.153 (ii A. D.); cf. καλλιάζω, καλλιαρχέω.

German (Pape)

[Seite 1310] neutr. von καλλίων (s. καλός); – τὸ κάλλιον, nach B. A. 269 u. Poll. 8, 121 ein Gerichtshof in Athen; bei Phot. p. 126 κάλλειον.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιον: οὐδέτ. τοῦ καλλίων, ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. καλὸς Γ.

French (Bailly abrégé)

neutre de καλλίων, Cp. de καλός.

English (Autenrieth)

see κᾶλός.

Greek Monolingual

(I)
κάλλιον (AM)
1. (ουδ. συγκρ. βαθμού του επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο
2. (ως επίρρ.) καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.———————— (II)
κάλλιον, τὸ (Α)
(στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. καλλιαρχώ].

Greek Monotonic

κάλλῑον: ουδ. του καλλίων, το οποίο χρησιμ. ως επίρρ., βλ. καλός Γ.

Russian (Dvoretsky)

κάλλιον: compar. n к καλός.