βαρύκομπος

From LSJ
Revision as of 06:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠκομπος Medium diacritics: βαρύκομπος Low diacritics: βαρύκομπος Capitals: ΒΑΡΥΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: barýkompos Transliteration B: barykompos Transliteration C: varykompos Beta Code: baru/kompos

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.

English (Slater)

βᾰρύκομπος
   1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)

Spanish (DGE)

(βᾰρύκομπος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de sordo rugido λέοντες Pi.P.5.57.

Greek Monolingual

βαρύκομπος, -ον (Α)
φρ. «βαρύκομπος λέων» — αυτός που βρυχάται βαριά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόμπος «θόρυβος, κρότος»].

Russian (Dvoretsky)

βαρύκομπος: глухо рычащий (λέοντες Pind.).