ποτιτίθημι
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προστίθημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ποτιτίθημι: дор. Pind. = προστίθημι.