συνεπάπτομαι

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπάπτομαι Medium diacritics: συνεπάπτομαι Low diacritics: συνεπάπτομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΑΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: synepáptomai Transliteration B: synepaptomai Transliteration C: synepaptomai Beta Code: sunepa/ptomai

English (LSJ)

Ion. for συνεφάπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συνεφάπτομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.

Greek Monotonic

συνεπάπτομαι: Ιων. αντί συν-εφάπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

συνεπάπτομαι: ион. = συνεφάπτομαι.