καλαμητομία
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
Ep. κᾰλᾰμητομίη, ἡ,
A cutting of stalks, reaping, AP6.36 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, das Halmabschneiden, Mähen, Philp. 19 (VI, 36).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de couper les tiges, moisson.
Étymologie: καλαμητόμος.
Greek Monolingual
καλαμητομία και καλαμητομίη, ἡ (Α) καλαμητόμος
το κόψιμο τών καλαμιών του σταριού, θερισμός.
Greek Monotonic
κᾰλᾰμητομία: ἡ (τέμνω), θερισμός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμητομία: ἡ косьба, жатва Anth.