φοβερῶς
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière effrayante;
Cp. φοβερώτερον, Sp. φοβερώτατα.
Étymologie: φοβερός.
Russian (Dvoretsky)
φοβερῶς: страшно, грозно, ужасно Xen.: φ. ὀνομάσαι Lys. наговорить страшных слов.