συγγραφικῶς
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
French (Bailly abrégé)
adv.
en terme précis comme ceux d’un contrat.
Étymologie: συγγραφικός.
Russian (Dvoretsky)
συγγρᾰφικῶς: по-писаному, т. е. весьма обстоятельно (ἐρεῖν Plat.).