Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
3ᵉ pl. ao.2 opt. ion. de ἀπόλλυμι.
ἀπολοίατο: эп.-ион. 3 л. pl. opt. к ἀπόλλυμι.