συμπλώω
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
German (Pape)
[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συμπλέω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.
Greek Monotonic
συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.
Russian (Dvoretsky)
συμπλώω: ион. = συμπλέω.