μαντική
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
Greek Monolingual
η (Α μαντική)
η τέχνη του μάντη, η ικανότητα να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου μαντικός.
Russian (Dvoretsky)
μαντική: ἡ (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική.