ἀντλιαντλητήρ
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A bucket, Men.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντλιαντλητήρ: ὁ, καδίσκος, «κουβᾶς», πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, καὶ κάδους οὐ δεῖ λέγειν, ἀλλ’ ἀντλιαντλητῆρας Μένανδ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ ἢ Μεσσηνίᾳ» 1, (Α. Β. 411. 12), ἴδε Meineke.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ cubo Men.Fr.269.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀντλιαντλητήρ: ῆρος ὁ черпалка, ковш Men.