εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
part. pf. de ἀραρίσκω.
ἀρᾱρώς: υῖα, ός part. pf. к ἀραρίσκω.