μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
ἔδεκτο: ἴδε δέχομαι.
3ᵉ sg. de ἐδέγμην.
see δέχομαι.
ἔδεκτο: γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του δέχομαι.
ἔδεκτο: и δέκτο 3 л. sing. ppf. pass. к δέχομαι.