ἐγκαταδέω

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταδέω Medium diacritics: ἐγκαταδέω Low diacritics: εγκαταδέω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΔΕΩ
Transliteration A: enkatadéō Transliteration B: enkatadeō Transliteration C: egkatadeo Beta Code: e)gkatade/w

English (LSJ)

   A bind fast in, τινί Pl.Phd.84a, Them. Or.23.297a (Pass.), Opp.H.3.201.

German (Pape)

[Seite 705] (s. δέω), an Etwas festbinden, τινί, Plat. Phaed. 84 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταδέω: μέλλ. -δήσω, δένω στερεῶς εἴς τι, τινι Πλάτ. Φαίδων. 84Α.

French (Bailly abrégé)

lier solidement dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταδέω.

Spanish (DGE)

atar fuertemente, encadenar fig., c. dat. λύπαις ἑαυτὴν πάλιν αὖ ἐγκαταδεῖν Pl.Phd.84a, πολλοὺς ... αἴσχεσιν ἐγκατέδησε Opp.H.3.201, τὸν τοῖς τῆς δουλείας ἐγκαταδέοντα ζυγοῖς Cyr.Al.M.68.192C, en v. pas. ὑπὸ ἀγνοίας αὐτοῖς (βρόχοις) οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταδοῦνται Them.Or.23.297a.

Greek Monolingual

ἐγκαταδέω (Α)
δένω σταθερά.

Greek Monotonic

ἐγκαταδέω: μέλ. -δήσω, δένω σταθερά σε, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταδέω: привязывать (sc. ἑαυτοῦ ταῖς ἡδοναῖς καὶ λύπαις Plat.).