παραγηράω

From LSJ
Revision as of 09:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγηράω Medium diacritics: παραγηράω Low diacritics: παραγηράω Capitals: ΠΑΡΑΓΗΡΑΩ
Transliteration A: paragēráō Transliteration B: paragēraō Transliteration C: paragirao Beta Code: paraghra/w

English (LSJ)

   A to be the worse for old age, be superannuated, ὁ δῆμος ὥσπερ παραγεγηρακώς Aeschin.3.251, cf. D.S.9.4, J.BJ1.30.3, Poll.2.16.

German (Pape)

[Seite 474] (s. γηράω), veralten, altersschwach werden, ὥςπερ παραγεγηρακὼς ἢ παρανοίας ἑαλωκώς, Aesch. 3, 251; vgl. Poll. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

παραγηράω: μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ γηράσκω, καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ γήρως, Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, Πολυδ. Β΄, 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déraisonner comme un vieillard en enfance, radoter.
Étymologie: παρά, γηράω.

Greek Monotonic

παραγηράω: μέλ. -άσομαι, είμαι υπέργηρος, ξεμωραίνομαι, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

παραγηράω: дряхлеть, впадать в старческую немощь Aesch., Diod.