ἀποφυγγάνω
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
A = ἀποφεύγω, D.23.74, Them.Or.18.220b, al.
German (Pape)
[Seite 335] = ἀποφεύγω, nur praes., vor Gericht losgesprochen werden, Dem. 23, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφυγγάνω: ἀποφεύγω ΙΙ, Δημ. 644. 25.
Spanish (DGE)
1 salir absuelto de un proceso Ὀρέστης ... ὁμολογῶν θεῶν δικαστῶν τυχὼν ἀποφυγγάνει D.23.74.
2 escapar (αἱ κύνες) ἀεὶ τὸ φανὲν μεταθέουσαι ἀποφυγγάνειν τὸ πρόσθεν ἐῶσι Them.Or.18.220b, τὸ ἐπίπονον τῆς ἀρετῆς Thdt.Affect.7.2.
Greek Monolingual
ἀποφυγγάνω (Α)
αθωώνομαι.
Greek Monotonic
ἀποφυγγάνω: = ἀποφεύγω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφυγγάνω: Dem. = ἀποφεύγω 3.