παράζυξ

From LSJ
Revision as of 10:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source

German (Pape)

[Seite 478] υγος, danebengespannt, als subst. ein Beipferd? – Bei Arist. polit. 2, 3, 6 Beiläufer, Ueberzähliger.

Greek (Liddell-Scott)

παράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ παρεζευγμένος, πλησίον ἐζευγμένος· μεταφορ., παράζυγες, οἱ, ὑπεράριθμοι, περιττοί, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· οὕτω παρὰ Πλάτ. ἐπίγονοι: - πρβλ. περίζυξ.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
attaché auprès ; accessoire, qui compte pour peu ; οἱ παράζυγες ARSTT les prolétaires.
Étymologie: παραζεύγνυμι.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με άλλον
2. (το αρσ. στον πληθ.) οι παράζυγες
οι υπεράριθμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ζυξ (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. ζυγός), πρβλ. σύ-ζυξ].

Greek Monotonic

παράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ζευγαρωμένος από δίπλα· πληθ. παράζυγες, υπεράριθμοι, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράζυξ -υγος, ὁ, ἡ [παραζεύγνυμι] ernaast ingespannen; overdr.: οἱ παράζυγες degenen die boventallig zijn. Aristot. Pol. 1265b4.