σιαγόνιον

From LSJ
Revision as of 10:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐᾱγόνιον Medium diacritics: σιαγόνιον Low diacritics: σιαγόνιον Capitals: ΣΙΑΓΟΝΙΟΝ
Transliteration A: siagónion Transliteration B: siagonion Transliteration C: siagonion Beta Code: siago/nion

English (LSJ)

Ion. σῐηγ-, τό, in pl.,

   A the parts under or near-the jaw, Hp.Morb.2.26, LXXDe.18.3.    II cheek-piece, side-piece, in military engines, Ath.Mech.35.5, Apollod.Poliorc.183.3, 188.4.

German (Pape)

[Seite 877] τό, dim. von σιαγών, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σιᾱγόνιον: Ἰων. σιηγ-, τό, ὑποκορ. τοῦ σιαγών, Ἱππ. 469. 32, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΗ΄, 3).

Greek Monolingual

και ιων. τ. σιηγόνιον, τὸ, Α σιαγών, -όνος]
1. υποκορ. του σιαγών
2. το πλάγιο τμήμα στρατιωτικής μηχανής
3. στον πληθ. τὰ σιαγόνια
τα τμήματα του προσώπου που βρίσκονται κάτω από το σαγόνι ή κοντά σ' αυτό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιᾱγόνιον -ου, τό, Ion. σιηγόνιον kaakbeen.