κλᾶμμα
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ατος, τό, Aeol. for κλῆμα, Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 19.
Greek Monolingual
κλᾱμμα, τὸ (Α)
(αιολ. τ.) βλ. κλήμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλᾶμμα -τος, τό Aeol. voor κλῆμμα.