απρομήθητος
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
Greek Monolingual
ἀπρομήθητος, -ον (Α) προμηθούμαι απρόβλεπτος, απρόοπτος.
Russian (Dvoretsky)
απρομήθητος: непредвиденный, неожиданный (ἄελπτος κἀπρομήθητος Aesch.).