γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
adv.isolément, individuellement.Étymologie: μοναδικός.
μονᾰδικῶς: отдельно, в отдельности Plut.