εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
3ᵉ pl. ao.2 épq. de ὑπερβαίνω.
see ὑπερβαίνω.
ὑπέρβᾰσαν: эп. 3 л. pl. aor. 2 к ὑπερβαίνω.