μεμαώς

From LSJ
Revision as of 14:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

French (Bailly abrégé)

v. μάω.

English (Slater)

μεμαώς
   1 eager τέκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of μέλω, cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)

Russian (Dvoretsky)

μεμαώς: (f μεμᾰυῖα) part. pf. к μάομαι.