κειρύλος
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
German (Pape)
[Seite 1412] ὁ, bei Ar. Av. 310 komische Verdrehung aus κηρύλος, Eisvogel, mit Anspielung auf κείρω.
Greek (Liddell-Scott)
κειρύλος: ἴδε ἐν λέξ. κηρύλος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κειρύλος: ὁ, βλ. κηρύλος.
Russian (Dvoretsky)
κειρύλος: ὁ (шутл. вм. κηρύλος, по созвучию с κείρω) цирюльник Arph.