βουλαφόρος
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
English (LSJ)
Dor. for βουληφ-.
Greek (Liddell-Scott)
βουλᾱφόρος: Δωρ. ἀντὶ βουληφόρος.
English (Slater)
βουλᾱφόρος, -ον
1 giving counsel, of deliberation κἀγοραὶ βουλαφόροι (O. 12.5)
Greek Monolingual
-ον (Α)
βλ. βουληφόρος.
Greek Monotonic
βουλᾱφόρος: Δωρ. αντί βουλη-φόρος.
Russian (Dvoretsky)
βουλᾱφόρος: Pind. = βουληφόρος.