γύνανδρος

From LSJ
Revision as of 14:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύνανδρος Medium diacritics: γύνανδρος Low diacritics: γύνανδρος Capitals: ΓΥΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: gýnandros Transliteration B: gynandros Transliteration C: gynandros Beta Code: gu/nandros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A of doubtful sex, womanish, S.Fr.963, Ael.Fr.10, 290.    2 of a woman, virago, Ph.1.183,2.379.

German (Pape)

[Seite 511] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

γύνανδρος: -ον, ἀμφιβόλου γένους, ἑρμαφρόδιτος, θηλυπρεπής, Σοφ. Ἀποσπ. 865. 2) γυνὴ ἀνδρώδης, virago, Φίλων 1. 183, 512.

Spanish (DGE)

-ον
andrógino, de sexo dudoso o ambiguo de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.Fr.963, χλούνης τε καὶ γ. ἀνήρ hombre castrado y andrógino Ael.Fr.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.Fr.290
de mujeres virago, marimacho Ph.1.183, 2.379
gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.Mirac.Thecl.9.25.

Greek Monolingual

(και ως ουσ.), -ο (AM γύνανδρος, -ον)
ο ερμαφρόδιτος, με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γύνανδρα, τα
φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την ωοθήκη
αρχ.
κίναιδος.

Russian (Dvoretsky)

γύνανδρος: двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. ἀνήρ Soph.).