ἀμετρί

From LSJ
Revision as of 16:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

German (Pape)

[Seite 123] adv. zum vorigen, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετρί: ἐπίρρ. τοῦ ἄμετρος, μέτρῳ ὕδωρ πίνοντες, ἀμ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες, Παροιμ. παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀμετρεί Hdn.Gr.2.464
adv. sin medida ἀ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες op. μέτρῳ Zen.5.19.

Greek Monolingual

επίρρ. άμετρος
δίχως μέτρο, άμετρα, υπερβολικά.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετρί: v. l. = ἄμετρα.