ἀμετρί
From LSJ
German (Pape)
[Seite 123] adv. zum vorigen, Sp., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετρί: ἐπίρρ. τοῦ ἄμετρος, μέτρῳ ὕδωρ πίνοντες, ἀμ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες, Παροιμ. παρὰ Σουΐδ.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀμετρεί Hdn.Gr.2.464
adv. sin medida ἀ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες op. μέτρῳ Zen.5.19.
Greek Monolingual
επίρρ. άμετρος
δίχως μέτρο, άμετρα, υπερβολικά.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετρί: v. l. = ἄμετρα.