ἀνάματος
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
German (Pape)
[Seite 197] wasserlos, νῆσος, Epigr. bei Plut. de malign. Her. 39, aber die Lesart ist geändert.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμᾰτος: [νᾱ], ον, ἄνυδρος, ἀνάματος νᾶσος Ἐπίγρ. παρὰ Πλουτ. 2. 870Ε, ἀμφ. γραφ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans cours d’eau.
Étymologie: ἀ, νᾶμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάμᾰτος: (νᾱ) безводный (νῆσος Plut.).