ἀντεπίρρημα
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ατος, τό,
A counter-ἐπίρρημα, Heph.Poeëm.8.2, Poll.4.112; v. ἐπίρρημα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπίρρημα: τό, Πολυδ. Δ΄, 112∙ ἴδε ἐν λ. ἐπίρρημα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
antepirremaparte de la parábasis de la comedia, Heph.Poëm.8.2, cf. Poll.4.112.
Greek Monolingual
ἀντεπίρρημα, το (Α)
τμήμα της αρχαίας κωμωδίας, το οποίο ακολουθεί το επίρρημα (συνήθως σε τροχαϊκούς τετραμέτρους μετά την παράβαση).
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπίρρημα: ατος τό антэпиррема (в староатт. комедии - второе заключит. слово, следовавшее вместе с эпирремой после парабазы).