ἀπογείσωμα
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ατος, τό,
A projecting cornice: metaph. of eyebrows, Arist.PA58b16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογείσωμα: το, γεῖσον, γραμμὴ προεξέχουσα ἄνωθεν, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 15, 1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
cornisa saliente fig. de las cejas, Arist.PA 658b16.
Greek Monolingual
το (Α ἀπογείσωμα)
προεξοχή στέγης, το γείσο.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογείσωμα: ατος τό навес, карниз Arst.