ἀσκέπτως
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
French (Bailly abrégé)
adv.
inconsidérément, sans réflexion;
Cp. ἀσκεπτότερον.
Étymologie: ἄσκεπτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκέπτως: 1) необдуманно, наобум (λέγειν Arst.);
2) невнимательно: ἀ. ἔχειν τινός Plat. не обращать внимания на что-л.