δεκασύλλαβος

From LSJ
Revision as of 18:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

German (Pape)

[Seite 543] zehnsylbig, Hephaest.

Spanish (DGE)

-ον
métr. subst. τὸ δ. decasílabo Ἀλκαϊκὸν δ. el decasílabo alcaico cláusula de la estrofa alcaica, Heph.7.8, cf. Mar.Vict.126.18, 143.21, Ἀλκμαιώνειον δ. Sch.Pi.O.14T. (pero quizá l. Ἀλκαϊκόν, cf. ap. crít.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκασύλλαβος, -ον)
1. αυτός που έχει δέκα συλλαβές («δεκασύλλαβη λέξη»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο δεκασύλλαβος
στίχος που αποτελείται από δέκα συλλαβές.

Russian (Dvoretsky)

δεκασύλλᾰβος: стих. десятисложный.