διαλελαμμένος
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ion. de διαλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
διαλελαμμένος: ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к διαλαμβάνω.