δρόσιμος
From LSJ
τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
English (LSJ)
ον, = sq., Plu.2.918a.
German (Pape)
[Seite 668] ον, = δροσερός, Plut. Qu. nat. 25.
Greek (Liddell-Scott)
δρόσιμος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πλούτ. 2. 918Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. δροσερός.
Spanish (DGE)
-ον
cubierto de rocíode un lugar τὸ δρόσιμον γενόμενον Plu.2.918a.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
δρόσῐμος: росистый, влажный (διὰ τοῦ ψύχους Plut.).