ἐκλούω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A wash out, Hp.Steril.241. II wash thoroughly, Plb.3.88.1:—Pass., λουτροῖς ἐκλελουμένος δέμας A.Fr.32; ἐγλοηθείς PPetr.2pp.72,73 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 768] (s. λούω), auswaschen, Hippocr., bes. Wunden u. dgl.; τοὺς ἵππους Pol. 3, 88, 1; – übh. = reinigen, λούτροις ἐκλέλουμαι δέμας Aesch. frg. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλούω: λούω ἐντελῶς, Ἱππ. 686. 15, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. ΙΙ. πλύνω ἐντελῶς, Πολύβ. 3. 88, 1. ― Μέσ. καὶ παθ., λουτροῖς ἐκλελουμένος δέμας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 28· πρβλ. λούω Ι, ἐν τέλ.
Spanish (DGE)
1 lavar, limpiar, δέμας A.Fr.25a, ἵππους Plb.3.88.1, πρόσωπα δ' αὑτῶν Babr.72.8.
2 en v. med., medic. y vet. lavarse, bañarse esp. por afusión πρὶν ἐκλούσασθαι, θυμιῆσαι σμύρνῃ Hp.Steril.241, cf. Acut.(Sp.) 42, en v. pas. ἵππον ἐνοχλούμενον ἐγλοηθέντα (l. ἐκλουθ-) PPetr.2.25.(a).12, cf. (b).13 (III a.C.) en BL 1.360.
Greek Monolingual
ἐκλούω (Α)
1. ξεπλένω
2. πλένω καλά.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλούω: (pf. med. ἐκλέλουμαι) тщательно обмывать (τοὺς ἵππους τοῖς οἴνοις Polyb.; med. λούτροις δέμας Aesch.).