ἐξεπαίρω
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
A stir up, excite one to do, c. inf., Ar.Lys.623; ὅ σ' ἐξεπᾱρεῖ (fut.) μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν E.Fr.963.
German (Pape)
[Seite 877] erregen, antreiben; τὰς γυναῖκας, καταλαβεῖν τὰ χρήματα Ar. Lys. 623; ὅ σ' ἐξεπαίρῃ μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν p. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 318.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπαίρω: διεγείρω, παρορμῶ τινα νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., δέδοικα μὴ τῶν Λακώνων τινές... τάς... γυναῖκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήμαθ’ ἡμῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 622· μηδ’ εὐτύχημα μηδὲν ὧδ’ ἔστω μέγα, ὃ σ’ ἐξεπαίρῃ μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 102F.
French (Bailly abrégé)
exciter, encourager à, inf..
Étymologie: ἐξ, ἐπαίρω.
Greek Monolingual
ἐξεπαίρω (Α)
προκαλώ κάποιον να κάνει κάτι («μή... τὰς γυναῑκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῑν τὰ χρήματα ἡμῶν», Αριστοφ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐξεπαίρω: побуждать, поощрять, подстрекать (τινὰ ποιεῖν τι Arph.; ἐξεπαίρεσθαι μεῖζον, ἢ χρεών, φρονεῖν Plut.).