ἐπίσσωτρον
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
τό, Ep. for ἐπίσωτρον (q.v.).
German (Pape)
[Seite 981] τό, ep. für ἐπίσωτρον, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσσωτρον: τό, Ἐπικ. ἀντὶ ἐπίσωτρον, Ἰλ. Ε. 725.
French (Bailly abrégé)
v. ἐπίσωτρον.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ἐπίσσωτρον: τό, Επικ. αντί ἐπίσωτρον.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσσωτρον: τό эп. = ἐπίσωτρον.