ἐπιτακτός

From LSJ
Revision as of 20:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

German (Pape)

[Seite 989] adj. verb. zu ἐπιτάσσω, aufgetragen, befohlen, μέτρον Pind. P. 4, 236 u. A. – Bei Thuc. 6, 67 sind οἱ ἐπίτακτοι die hinten aufgestellten Reservetruppen, wie Plut. Sull. 18 σπεῖραι ἐπίτακτοι. Vgl. ἐπίταγμα.

English (Slater)

ἐπῐτακτός
   1 appointed ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον (P. 4.236)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίτακτος, -ον) επιτάσσω
νεοελλ.
αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την πολιτεία σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» κ.λπ.)
αρχ.
1. ο αυστηρά καθορισμένος, επιβεβλημένος, προδιαγεγραμμένος («ἐπιτακτόν... μέτρον», Πίνδ.)
2. (για εφεδρικό στρατό) ο τοποθετημένος στα μετόπισθεν («καὶ τους σκευοφόρους ἐντὸς τούτων τῶν ἐπιτάκτων ἐποιήσαντο», Θουκ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπίτακτα
οι διαταγές, οι προσταγές.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτακτός: указанный, предписанный (μέτρον Pind.).