εὐθύθριξ
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
German (Pape)
[Seite 1070] -τριχος, geradhaarig, mit schlichtem Haare, εὐθύτριχας im Ggstz von οὐλόθριξ Arist. gen. anim. 5, 3; Poll. 2, 22.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύθριξ: ὁ, ἡ, ἔχων εὐθείας τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 13, κἑξ.
Greek Monolingual
εὐθύθριξ, ὁ (Α)
αυτός που έχει ίσιες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + θριξ].
Russian (Dvoretsky)
εὐθύθριξ: τρῐχος adj. с прямыми волосами Arst.