ἱρηΐη
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
German (Pape)
[Seite 1262] ἡ, s. ἱρέη.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱέρεια.
Russian (Dvoretsky)
ἱρηΐη: ἡ ион. = ἱέρεια.
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
[Seite 1262] ἡ, s. ἱρέη.
ion. c. ἱέρεια.
ἱρηΐη: ἡ ион. = ἱέρεια.