Greek (Liddell-Scott)
κῆται: ὑποτακτ. τοῦ κεῖμαι, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
contr. de κέηται.
English (Autenrieth)
see κεῖμαι.
Greek Monotonic
κῆται: συνηρ. από το κέηται, γʹ ενικ. υποτ. του κεῖμαι.
Russian (Dvoretsky)
κῆται: эп. (= κέηται) 3 л. sing. conjct. к κεῖμαι.