λιβανωτρίς

From LSJ
Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνωτρίς Medium diacritics: λιβανωτρίς Low diacritics: λιβανωτρίς Capitals: ΛΙΒΑΝΩΤΡΙΣ
Transliteration A: libanōtrís Transliteration B: libanōtris Transliteration C: livanotris Beta Code: libanwtri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A censer, Carnead. ap. Plu.2.477b, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.20 (Thyatira), Ramsay Studiesin the Eastern Rom.Provinces p.319 (Pisidia), Hsch.

German (Pape)

[Seite 42] ίδος, ἡ, Weihrauchbüchse, Räucherfaß, Plut. tranqu. an. 19; auch λιβανωτίς geschrieben, Polyaen. 4, 8, 2 u. Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνωτρίς: -ίδος, ἡ, θυμιατήριον, Λατ. thuribulum, Καρνεάδ. παρὰ Πλουτ. 2. 477Β, Πολύαιν. 4. 8, 2, ― ἔνθα κακῶς λιβανωτίς, Λοβεκ. Φρύνιχ. 255.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
encensoir.
Étymologie: λίβανος.

Greek Monolingual

λιβανωτρίς, -ίδος, ἡ (Α)
λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του λιβανωτίς, με επίθημα -τρίς (πρβλ. ουρη-τρίς, υμνη-τρίς)].

Russian (Dvoretsky)

λῐβᾰνωτρίς: ίδος (ῐδ) ἡ кадильница, курильница Plut.